- νανοκεφαλία
- η [νανοκέφαλος]η ιδιότητα τού νανοκεφάλου, η υπερβολική μικρότητα τής κεφαλής, που συνοδεύεται και από μικρόνοια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νανοκέφαλος — η, ο ιατρ. αυτός έχει κεφάλι δυσανάλογα μικρό, αυτός που πάσχει από νανοκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάνος + κεφάλι] … Dictionary of Greek